- αμμόσκεπος
- -η, -οο αμμοσκεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + -σκεπος < σκέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμοσκέπαστος — και αμμόσκεπος, η, ο ο αμμοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + σκεπαστος < σκεπάζω] … Dictionary of Greek